Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐκ τοῦ κηρύγματος

См. также в других словарях:

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • ευαγγέλιο — Στη χριστιανική Εκκλησία ο όρος χαρακτηρίζει τα τέσσερα πρώτα βιβλία της Καινής Διαθήκης, τα οποία, σύμφωνα με την παράδοση, έγραψαν ο Ματθαίος, ο Μάρκος, ο Λουκάς και ο Ιωάννης. Γραμμένα στην ελληνική γλώσσα, τα Ε. διηγούνται τα γεγονότα της… …   Dictionary of Greek

  • Κοσμάς ο Αιτωλός — (Μεγάλο Δένδρο Αιτωλίας 1714 – Καλικόντασι Βορείου Ηπείρου 1779). Λαϊκός ιεροκήρυκας και νεομάρτυρας. Έλαβε μέτρια μόρφωση σε σχολεία της επαρχίας του και διορίστηκε δάσκαλος στη Λομποτινά της Ναυπακτίας. Αργότερα μετέβη στο Άγιον Όρος, μόνασε… …   Dictionary of Greek

  • σωματείο — Ένωση προσώπων που επιδιώκει έναν οποιοδήποτε θεμιτό, όχι κερδοσκοπικό, σκοπό: ιδεολογικό, κοινωνικό, αγαθοεργό, εκπαιδευτικό, καλλιτεχνικό, επαγγελματικό, πολιτικό κλπ. Τα σ. αποχτήσανε τεράστια σημασία στην εποχή μας εξαιτίας της ανάπτυξης του… …   Dictionary of Greek

  • ακρόαση — Το να ακούει κανείς προσεκτικά κάποιον που μιλάει (από το ρήμα ακροάομαι ώμαι). Σημαίνει επίσης την υποδοχή, σε προκαθορισμένο χρόνο, από μια αρχή, πρόεδρο, υπουργό, διευθυντή κλπ. ενός προσώπου που θέλει να υποβάλει μια αίτηση, παράπονα κλπ.… …   Dictionary of Greek

  • Χάρνακ, Άντολφ — (Harnack, 1857 – 1928). Διάσημος Γερμανός θεολόγος. Διετέλεσε μέλος της Πρωσικής Ακαδημίας Επιστημών, γενικός διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης και εισηγητής της ιδέας της ίδρυσης της Αυτοκρατορικής Εταιρείας Επιστημών της οποίας υπήρξε πρόεδρος …   Dictionary of Greek

  • Βαρνάβας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Απόστολος (Κύπρος 1ος αι. μ.Χ.). Εβραϊκής καταγωγής, εγκατεστημένος στα Ιεροσόλυμα, υπήρξε μαθητής του Ιησού. Οι Απόστολοι μετέτρεψαν το αρχικό του όνομα Ιωσήφ σε Β. (που σημαίνει υιός του… …   Dictionary of Greek

  • ομιλία — η (ΑΜ ὁμιλία, Α ιων. τ. ὁμιλίη) 1. λόγος που εκφωνείται σε συγκέντρωση, διάλεξη (α. «την Κυριακή θα γίνει ομιλία τού βουλευτή στην πλατεία τού χωριού» β. «η επί τού όρους ομιλία») 2. συνομιλία, κουβέντα (α. «με την ομιλία ξέχασα να τηλεφωνήσω» β …   Dictionary of Greek

  • ενορία — Η μικρότερη εκκλησιαστική υποδιαίρεση. Παλαιότερα και για πολλούς αιώνες, ε. ονομαζόταν η επισκοπική περιφέρεια. Η ε. έχει επικεφαλής τον εφημέριο, ο οποίος κατευθύνει τη θρησκευτική της ζωή, χορηγεί τα άγια μυστήρια, διατηρεί βιβλία με τα… …   Dictionary of Greek

  • διδαχή — η (AM διδαχή) [διδάσκω] 1. διδασκαλία 2. ο θείος λόγος, η κατήχηση μσν. νεοελλ. 1. το περιεχόμενο τού κηρύγματος, το κείμενο τού λόγου 2. σύνολο θρησκευτικών και ηθικών κανόνων και παραγγελμάτων μσν. δίδαγμα, παράδειγμα αρχ. 1. κατάλογος τών… …   Dictionary of Greek

  • υπόδειγμα — το / ὑπόδειγμα, ΝΜΑ [ὑποδείκνυμι] μτφ. παράδειγμα για μίμηση (α. «υπόδειγμα εκπαιδευτικού» β. «πρὸς ὑπόδειγμα ἀρετῆς», επιγρ. γ. «ὑπόδειγμα τῷ πλήθει ποιῶν ἑαυτόν», Πολ.) νεοελλ. 1. δείγμα, πρότυπο για την τήρηση ορισμένου σχεδίου ή ορισμένης… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»